φιλότοπος

φιλότοπος
-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο ή μια θέση («ὡς φιλότοπος γὰρ ἠγωνιᾱτο καταλιπεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + τόπος (πρβλ. μικρό-τοπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”